Η επίθεση των Γαλατών στους Δελφούς. M. &C. Sculp, 1840,
αρχείο Λ. Παπαλεξανδρή
Μετά τον ταραγμένο 4ο αι. π.Χ., οι Δελφοί γνώρισαν νέα άνθηση, καθώς το πανελλήνιο ιερό δέχθηκε το μερίδιό του από τα λάφυρα των εκστρατειών του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην ανατολή. Ο ανταγωνισμός των διαδόχων αλλά και των ελληνιστικών βασιλείων και ομοσπονδιών στη συνέχεια, άφησε το αποτύπωμά του και στο ιερό συχνά με τη μορφή ανάθεσης πολύτιμων αναθημάτων που στόχευαν να υπερκεράσουν το ένα το άλλο σε αίγλη και πλούτο.
Η γαλατική απειλή και η άνοδος της Αιτωλικής Συμπολιτείας
Κατά τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. τα ελληνιστικά βασίλεια μετά από διαρκείς στρατιωτικές διαμάχες είχαν χάσει μεγάλο μέρος της δύναμής τους. Η ήττα και ο θάνατος του Λυσιμάχου στο Κουροπέδιο το 281 π.Χ. και η αποδυνάμωση του κράτους του στη Θράκη έδωσε το έναυσμα στους Γαλάτες που κατοικούσαν στην Παννονία να κατέβουν προς τον ελλαδικό χώρο, υπό την πίεση ενδεχομένως λιμού. Φτάνοντας στη Βόρειο Ελλάδα, το εκστρατευτικό τους σώμα, που αριθμούσε περί τους 85.000 άνδρες, χωρίστηκε σε τρία τμήματα. Το κεντρικό τμήμα, υπό τον Βρέννο και τον Ακιχώριο, κατευθύνθηκε προς την κεντρική Ελλάδα, ενώ τα άλλα δύο, αντίστοιχα, προς την δυτική Μακεδονία και την Ιλλυρία και προς την ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Μετά τις αρχικές τους επιδρομές και τη λαφυραγώγηση περιοχών, ο Βρέννος και ο Ακιχώριος οργάνωσαν νέα εκστρατεία το 279 π.Χ. Οι Έλληνες συνασπίστηκαν και προσπάθησαν να ανακόψουν την πορεία τους στις Θερμοπύλες. Ο Βρέννος, εφαρμόζοντας έναν τακτικό ελιγμό, έστειλε μέρος του εκστρατευτικού του σώματος ανατολικά, προς την Αιτωλία, για να εξαναγκάσει τους Αιτωλούς υπερασπιστές των Θερμοπυλών να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Οι Γαλάτες κατέστρεψαν το Κάλλιον [kallion], στα σύνορα Ευρυτανίας και Αιτωλίας, επιδιδόμενοι σε τρομερές αγριότητες. Ωστόσο, η σύσσωμη αντίσταση των Αιτωλών στη θέση Κοκκάλια, όπου πολέμησαν ακόμη και οι ηλικιωμένοι και τα γυναικόπαιδα, απέτρεψε οριστικά τον γαλατικό κίνδυνο.
Ο γαλατικός στρατός ηττήθηκε κατά κράτος και η σχεδιαζόμενη λεηλασία των Δελφών δεν πραγματοποιήθηκε. Αντίθετα, το Κοινό των Αιτωλών ενίσχυσε σημαντικά τη θέση του στην κυρίως Ελλάδα και για έναν περίπου αιώνα κυριάρχησε στους Δελφούς. Οι Αιτωλοί, σε ανάμνηση της νίκης τους, ανέθεσαν τιμητική στήλη επάνω σε βάση [vasiaitolon] που θεωρείται ότι εικονίζει λάφυρα γαλατικού οπλισμού, ενώ συγκέντρωσαν μέσα στη Δυτική Στοά πολλά από τα λάφυρα που απέσπασαν από τους Γαλάτες. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης οι Αιτωλοί απέκτησαν το δικαίωμα να μετέχουν στο αμφικτιονικό συνέδριο. Διοργανώθηκαν τιμητικοί αγώνες, τα Αμφικτυονικά Σωτήρια, τα οποία περί το 246 π.Χ. μετονομάσθηκαν σε «Αιτωλικά Σωτήρια» και εξελίχθηκαν σε πανελλήνιους αγώνες, που τελούνταν κάθε πέντε χρόνια.
Οι Ατταλίδες και οι Δελφοί
Μια άλλη ελληνιστική δύναμη, που επίσης άντλησε κύρος από την αντιμετώπιση των Γαλατών που έφθασαν στην κεντρική Μικρά Ασία μετά την αποτυχία τους στην κεντρική Ελλάδα, ήταν οι Ατταλίδες της Περγάμου. Περί το 241 π.Χ. ο Άτταλος Α΄ ξεκίνησε την ανέγερση μιας μνημειώδους στοάς στα ανατολικά του τεμένους, για την κατασκευή της οποίας κατεδαφίστηκε και ένα τμήμα του ιερού περιβόλου. Δόθηκε μάλιστα το δικαίωμα στους Ατταλίδες να είναι οι μόνοι που θα μπορούσαν να στήσουν αναθήματα εντός της στοάς. Ο Ευμένης Β΄, από την άλλη πλευρά, ήταν αυτός που εφοδίασε το θέατρο με λίθινα εδώλια περί το 160 π.Χ.
Ο Συμμαχικός Πόλεμος
Η δύναμη της Αιτωλικής Συμπολιτείας ενόχλησε τους βασιλείς των άλλων ελληνιστικών κρατών, πλην των Ατταλιδών, που θεωρούσαν τους Αιτωλούς συμμάχους τους με κοινό στόχο τους Γαλάτες. Ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας, θέλοντας να δώσει ένα τέλος στην αιτωλική κυριαρχία επί της κεντρικής Ελλάδας, πέτυχε να συνασπίσει κι άλλες ελληνικές δυνάμεις ξεκινώντας τον λεγόμενο Συμμαχικό Πόλεμο. Αν και δεν υπήρξε καταλυτικός για την αιτωλική παρουσία στους Δελφούς, οδήγησε σε κάποια σχετική χαλάρωση του ελέγχου τους επάνω στο ιερό και το ιερό. Έτσι, το 213 π.Χ. η Σικυώνα, μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας που αντιστρατευόταν το Κοινό των Αιτωλών, όχι μόνο ζήτησε χρησμό για το πως να θάψει το νεκρό βασιλιά της Άρατο, αλλά και πήρε χρησμό που υπαγόρευε την ηρωοποίηση του Αράτου.
Περί τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ., ωστόσο, οι αντιμαχίες μεταξύ ελληνικών δυνάμεων πήραν άλλη τροπή, καθώς εμφανίστηκε στο προσκήνιο η νέα μεγάλη δύναμη, η Ρώμη, που ανέλαβε ρυθμιστικό ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Το ιερό διέβλεψε τη δυναμική της Ρώμης και έσπευσε να δώσει θετικούς χρησμούς, τηρώντας έκτοτε μια φιλορωμαϊκή στάση.
Τα αναθήματα
Από καλλιτεχνικής πλευράς, το πέρασμα στον 3ο αι. π.Χ. χαρακτηρίστηκε από μια στροφή στον ρεαλισμό. Το πρώτο μεγάλο ελληνιστικό ανάθημα είναι το γλυπτό σύμπλεγμα στο οποίο φαίνεται να συνανήκουν το άγαλμα του Διονύσου και αυτό του γενειοφόρου ηλικιωμένου άνδρα (γνωστού και ως «ο φιλόσοφος») [philosoper], μαζί με τη μορφή μιας γυναίκας και ενός κοριτσιού. Αν όντως τα αγάλματα αυτά αποτελούσαν ένα σύνολο, θα πρέπει να είχαν αφιερωθεί από κάποιον ιερέα στους Δελφούς περί το 270 π.Χ. Στη διάρκεια του 3ου αι. π.Χ., οι ρωμαλέες μορφές της κλασικής εποχής δίνουν συχνά τη θέση τους σε αγάλματα μικρών παιδιών, όπως αυτό που κρατά μια χήνα στα δυο του χέρια (τύπος που βρήκε πολλούς μιμητές ως και τη ρωμαϊκή εποχή), το κορίτσι στον τύπο της «μικρής άρκτου» από τη Βραυρώνα και ο Έρωτας που κοιμάται.
Κείμενο: Αφροδίτη Καμάρα, Δρ. Αρχαίας Ιστορίας