Αμφικτυονία (ή Αμφικτιονία) ονομαζόταν η διαρκής σύνοδος των “αμφικτυόνων”, όσων δηλαδή κατοικούσαν γύρω από ένα ιερό. Η σύστασή της υπαγορευόταν αρχικά από την ανάγκη για τη λήψη αποφάσεων σχετικών με τα ιερά, σταδιακά όμως και επειδή οι συναντήσεις των αντιπροσώπων των κρατών γίνονταν σε τακτά διαστήματα, δινόταν η ευκαιρία για ανταλλαγή απόψεων και για άλλα θέματα κοινού ενδιαφέροντος, καθώς και για τη ρύθμιση διαφορών. Η σύμπηξη αμφικτυονιών ήταν μια διαδικασία που αναπτύχθηκε στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. Γνωστές αμφικτυονίες του αρχαίου κόσμου ήταν αυτή του βοιωτικού Ογχηστού με κέντρο το ναό του Ποσειδώνα, της Δήλου με κέντρο το ναό του Απόλλωνα, του Άργους με κέντρο το ναό του Πυθαίου Απόλλωνα, της Καλαυρίας (σημερινού Πόρου στο Σαρωνικό) και της Τριφυλίας με κέντρα επίσης τους αντίστοιχους ναούς του Ποσειδώνα, αλλά και αυτή των έξι δωρικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Σύντομα όμως ο όρος Αμφικτυονία άρχισε να υποδηλώνει μόνο τη δελφική αμφικτυονία.
Έδρα της Αμφικτυονίας ήταν αρχικά το ιερό της Δήμητρας “Αμφικτυονίδος” κοντά στην Ανθήλη, στις Θερμοπύλες (“Πύλαι” στην αρχαιότητα). Από τον 7ο αιώνα π.Χ. και μετά τον Α' Ιερό Πόλεμο, μεταφέρθηκε η έδρα στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, οι οποίοι ανακηρύχθηκαν από τους Αμφικτύονες ανεξάρτητη πόλη, για να μην υπάγεται σε κανένα από τα κράτη μέλη. Συνεδρίαζε δύο φορές το χρόνο, την άνοιξη (Εαρινή Πυλαία) στους Δελφούς και το φθινόπωρο (Οπωρινή Πυλαία) στις Θερμοπύλες (γι' αυτό απαντά και η ονομασία Πυλαιο-δελφική Αμφικτυονία).
Ως μέλη αναφέρονται από μεταγενέστερες πηγές (Αισχίνης, Περί παραπρεσβείας,116) οι εξής δώδεκα φυλές: Αινιάνες, Αχαιοί Φθιώτες, Βοιωτοί, Δόλοπες, Δωριείς (αρχικά οι κάτοικοι της Δωρίδας στη Στερεά Ελλάδα, στη συνέχεια δικαίωμα συμμετοχής είχαν και Δωριείς της Πελοποννήσου, κυρίως οι Σπαρτιάτες), Θεσσαλοί, Ίωνες (Αθηναίοι και Ευβοείς), Λοκροί, Μαλιείς, Μάγνητες, Περραιβοί και Φωκείς.
Τη διοίκηση της Αμφικτυονίας ασκούσε το Αμφικτυονικό Συνέδριο και η Αμφικτυονική Εκκλησία. Το Συνέδριο το συγκροτούσαν οι Ιερομνήμονες, δηλαδή 24 μόνιμα μέλη που εκλέγονταν με κλήρωση από τις 12 φυλές της Αμφικτυονίας (δύο ψήφοι για κάθε φυλή), οι Πυλαγόρες, ένας Γραμματέας και ένας Ιεροκήρυκας.
Οι Ιερομνήμονες σχημάτιζαν το συμβούλιο της διοίκησης και ήταν υπεύθυνοι για όλα τα θέματα του ιερού.
Οι Πυλαγόρες ή Αγορατροί ήταν οι αντιπρόσωποι των αμφικτυονικών πόλεων, οι οποίοι εκλέγονταν κάθε χρόνο και ήταν επιφορτισμένοι με την προάσπιση των συμφερόντων των πόλεών τους στο συνέδριο της Αμφικτυονίας.
Τέλος την Αμφικτυονική Εκκλησία αποτελούσαν οι Ιερομνήμονες, οι Πυλαγόρες και όσοι βρίσκονταν για οποιοδήποτε λόγο στο Ιερό την εποχή που αυτή συγκαλούνταν. Η Εκκλησία ήταν επιφορτισμένη μόνο με την έκδοση ψηφισμάτων και δε διέθετε σημαντική δύναμη.
Τις περισσότερες φορές το συνέδριο διεξαγόταν ομαλά. Ωστόσο, δεν έλειπαν και οι ανταγωνισμοί για την πρωτοκαθεδρία: τον 6ο αιώνα π.Χ. επικρατούσαν οι Θεσσαλοί, κατά τους 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες και μετά το 371 π.Χ. οι Βοιωτοί. Κατόπιν - μετά το 346 π.Χ. - ο Φίλιππος, τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Αιτωλοί και από το 168 π.Χ. οι Ρωμαίοι. Κατά τα ρωμαϊκά χρόνια η πανελλήνια ακτινοβολία του θεσμού της Αμφικτυονίας μειώθηκε και αργότερα ο αυτοκράτορας Αδριανός ίδρυσε νέα οργάνωση ενότητας των Ελλήνων, το Πανελλήνιο.
Η αλλαγή στην κυριαρχία των φυλών δεν έγινε απρόσκοπτα. Με αυτήν συνδέονται οι επονομαζόμενοι “ιεροί πόλεμοι”.
Η παρακμή της Δελφικής Αμφικτυονίας
Το 336 π.Χ. μετά τη δολοφονία του Φιλίππου, ο Αλέξανδρος πέτυχε στο Αμφικτυονικό Συνέδριο στις Θερμοπύλες να αναγνωρισθεί η ηγεμονία του επί των Ελλήνων.
Το 279 π.Χ. οι Φωκείς έγιναν και πάλι μέλη της Αμφικτυονίας επειδή υπερασπίστηκαν το ιερό κατά των Γαλατών, ενώ ψήφο απέκτησαν και οι Αιτωλοί, που είχαν ήδη εδραιώσει την κυριαρχία τους στο ιερό μετά τη νίκη τους επί των Γαλατών. Το 171 π.Χ. η Αμφικτυονία αριθμούσε 17 μέλη, από τα οποία μόνο τα πιο ισχυρά είχαν 2 ψήφους.
Είναι φανερό ότι όσο μειωνόταν η πολιτική σημασία της πόλης-κράτους υπέρ νέων πολιτικών οντοτήτων, από την Ελληνιστική Περίοδο και μετά, τόσο μειωνόταν και η σημασία της Αμφικτυονίας. Ενδεικτικό είναι ότι η βίαιη παρέμβαση των Αιτωλών δεν προκάλεσε κανέναν ιερό πόλεμο πια... Ο θεσμός όμως συνεχίζει να λειτουργεί ακόμα και κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, αλλά ο ρόλος του περιορίζεται μόνο στην προάσπιση του ιερού. Ο Αύγουστος συγχώνευσε τους Αινιάνες, τους Μαλιείς, τους Μάγνητες και τους Φωκείς με τους Θεσσαλούς, την ψήφο δε των Δολόπων που είχαν εξαφανιστεί την έδωσε στην πόλη που έκτισε το 28 π.Χ. στην Ήπειρο, τη Νικόπολη.
Το Πανελλήνιον
Το 131/2 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αδριανός δημιούργησε στα πρότυπα της Αμφικτυονίας μία νέα οργάνωση των ελληνικών πόλεων όλης της αυτοκρατορίας, το "Πανελλήνιον". Η επίσημη τελετή της ίδρυσής του έγινε στο πλαίσιο της αποπεράτωσης και των εγκαινίων του ναού του Ολυμπίου Διός από τον αυτοκράτορα στην Αθήνα.
Σε αυτό συμμετείχαν πόλεις από πέντε τουλάχιστον ρωμαϊκές επαρχίες: την Αχαΐα, τη Μακεδονία, την Ασία, τη Θράκη και την Κρήτη-Κυρηναϊκή, οι οποίες μπόρεσαν να αποδείξουν την ελληνική καταγωγή τους. Κάθε πόλη εκπροσωπούνταν από έναν συνήθως Πανέλληνα που υπηρετούσε για ένα χρόνο, ενώ επικεφαλής του θεσμού ήταν ο άρχων του Πανελληνίου διορισμένος για 4 χρόνια. Ως έδρα του Πανελληνίου και της διεξαγωγής των ομώνυμων αγώνων ορίστηκε η Αθήνα, η οποία αναδείχθηκε έτσι σε ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα της εποχής, γεγονός που ευνόησε τη διατήρηση του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της.
Το Πάνθεον, μία βασιλική χωρητικότητας 6000-10.000 ανθρώπων στα ανατολικά της ρωμαϊκής αγοράς στην Αθήνα, ταυτίζεται από αρκετούς μελετητές με το χώρο συνάντησης των Πανελλήνων, ενώ ο Αδριανός πιθανότατα να λατρευόταν μαζί με το Δία Πανελλήνιο και την Ήρα Πανελληνία στο τέμενος του Ολυμπίου Διός. Τους τελευταίους όμως χρόνους της δυναστείας των Αντωνίνων το λατρευτικό κέντρο μεταφέρθηκε στην Ελευσίνα, όπου φαίνεται ότι τότε αναβίωσε και το αρχαίο έθιμο της προσφοράς των πρώτων καρπών -των λεγόμενων απαρχών- από τις ελληνικές πόλεις στο ιερό της Δήμητρας και της Κόρης.
Η ίδρυση του Πανελληνίου -ενός από τους σημαντικότερους πολιτικούς και πολιτιστικούς θεσμούς της Αντωνίνειας περιόδου- αποτελεί μία από τις ουσιαστικότερες παρεμβάσεις ρωμαίου αυτοκράτορα στην πνευματική και καλλιτεχνική πορεία του ελληνικού κόσμου και φανερώνει τη θέληση του Αδριανού να επικοινωνήσει με το σύνολο των ελληνικών πόλεων. Παραμένει αμφισβητούμενος ο πολιτικός χαρακτήρας του, που όμως μπορεί να συνδέεται με τις εγγενείς δυσκολίες συνεννόησης των πόλεων. Ο θεσμός έσβησε με το θάνατο του Αδριανού.
Κείμενο: Δρ. Κλεοπάτρα Φέρλα, Ιστορικός
Επιμέλεια: Δρ. Αφροδίτη Καμάρα, Ιστορικός