Ο Θησαυρός των Σιφνίων είναι ένα αριστουργηματικό δείγμα της ιωνικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για οικοδόμημα δίστυλο εν παραστάσι, με καρυάτιδες στη θέση των κιόνων της πρόστασης. Το οικοδόμημα είναι πλούσια διακοσμημένο με ανάγλυφα επιχρωματισμένα, ιδιαίτερα στη ζωφόρο, που απεικονίζει διάφορα θέματα με έντονες τις αναφορές στον Τρωικό πόλεμο.
Ο Θησαυρός των Σιφνίων είναι το πρώτο εξ ολοκλήρου μαρμάρινο οικοδόμημα που ανεγέρθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Οικοδομήθηκε περί το 530-525 π.Χ. Είναι κτισμένος με μάρμαρο τριών τύπων: Σίφνου για τους τοίχους, Νάξου για τον θριγκό και τις σταγόνες και Πάρου για το επιστύλιο και το γλυπτό διάκοσμο. Σύμφωνα με αναφορές του Ηρόδοτου και του Παυσανία, οι Σίφνιοι είχαν αποκτήσει μεγάλο πλούτου εξαιτίας των μεταλλείων τους και αποφάσισαν να χαρίσουν στον Απόλλωνα τη δεκάτη από τα κέρδη τους, κτίζοντας τον πολυτελή θησαυρό τους.
Το οικοδόμημα ήταν δίστυλο εν παραστάσι, κτισμένο σε ψηλό κρηπίδωμα από ασβεστόλιθο και με διαστάσεις 6,04 επί 8,41 μ. Αποτελεί το καλύτερο ίσως σωζόμενο δείγμα ιωνικού θησαυρού με πλούσιο γλυπτό και χρωματικό διάκοσμο. Αντί κιόνων στην πρόσταση είχε δύο καρυάτιδες, εκ των οποίων σώζεται η μια. Αυτές στηρίζονταν σε υψηλή βάση και στέφονταν με κάλαθο και κιονόκρανο, και τα δύο με πλούσιο ανάγλυφο διάκοσμο.
Ο θριγκός, που είχε συνολικό ύψος 1,57 μ., ήταν πλούσια διακοσμημένος, με ταινίες με αστράγαλους, ανθέμια, ρόδακες, άνθη λωτού και λεοντοκεφαλές στην περίμετρο της στέγης. Ωστόσο, η ζωφόρος είναι πραγματικά αριστουργηματική: ανατολικά απεικονίζεται ένα επεισόδιο μάχης μεταξύ Ελλήνων και Τρώων, στα βόρεια σκηνή Γιγαντομαχίας, ενώ στη δυτική πλευρά έχουν σωθεί λίγες μόνο ανάγλυφες πλάκες, που υποδεικνύουν ότι ίσως αναπαρίστατο η Κρίση του Πάρη. Τέλος, για τη νότια πλευρά της ζωφόρου σώζονται ελάχιστα στοιχεία, που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να εικονιζόταν αρπαγή γυναικών, ίσως η αρπαγή των Λευκιππιδών από τους Διόσκουρους. Το αέτωμα πάνω από την πρόσοψη του θησαυρού εικόνιζε τον Δία που προσπαθούσε να αποτρέψει την αρπαγή του τρίποδα από τον Ηρακλή, ενώ το άλλο δε σώζεται. Η στέγη ήταν μαρμάρινη και η υδρορρόη απέληγε σε λεοντοκεφαλή. Το αέτωμα επιστεφόταν από τρία ακρωτήρια, το κεντρικό με μορφή Σφίγγας και τα ακραία με μορφή Νίκης. Όλος ο γλυπτός διάκοσμος ήταν χρωματισμένος με έντονα μπλε, κόκκινα, χρυσά και πράσινα χρώματα.
Σε διάφορα σημεία των τοίχων υπάρχουν επιγραφές που αφορούν κυρίως σε πόλεις της Μικράς Ασίας, οι οποίες χρονολογούνται μεταξύ του 2ου αι. π.Χ. και του 2ου αι. μ.Χ. Το μνημείο έστεκε στη θέση του ως την περίοδο της οριστικής εγκατάλειψης της θέσης, γεγονός στο οποίο οφείλεται η καλή διατήρησή του.
Κείμενο: Αφροδίτη Καμάρα, Δρ. Αρχαίας Ιστορίας , Κλεοπάτρα Φέρλα