H Θόλος ήταν το επιβλητικότερο μνημείο στο ιερό της Αθηνάς Προναίας. Πρόκειται για κυκλικό οικοδόμημα που κτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Θεόδωρο το 380-370 π.Χ. Είχε 20 δωρικούς κίονες στο περιστύλιο και 10 ή 13 κορινθιακούς ημικίονες στο εσωτερικό του σηκού. Έφερε πλούσιο γλυπτό διάκοσμο σε μετόπες. Η ακριβής χρήση του παραμένει αβέβαιη.
Η Θόλος, το εντυπωσιακό κυκλικό κτίριο που δεσπόζει στο ιερό της Αθηνάς Προναίας ανάμεσα στο νεότερο ναό της Αθηνάς και στον θησαυρό των Μασσαλιωτών, είναι ένα από τα περισσότερο προβεβλημένα μνημεία των Δελφών, καθώς ξεχωρίζει με το σχήμα του και είναι εμφανές από την σύγχρονη κεντρική οδό.
Η χρήση του παραμένει αδιευκρίνιστη και ο Παυσανίας, κατά την επίσκεψή του στο ιερό, δεν αναφέρεται στο συγκεκριμένο κτίριο, γεγονός που προκαλεί εντύπωση. Το μνημείο κτίστηκε περί το 380-370 π.Χ. Αρχιτέκτονας, σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, ήταν ο Θεόδωρος ο Φωκεύς (από την Φωκίδα) ή Φωκαεύς (από την Φώκαια της Μικράς Ασίας), ο οποίος συνέγραψε και βιβλίο για το συγκεκριμένο έργο του.
Η θεμελίωση είναι από πωρόλιθο και η ευθυντηρία είναι κατασκευασμένη από τοπικό ασβεστόλιθο του Προφήτη Ηλία. Το πλήρως κυκλικό κτήριο εδράζεται σε κρηπίδωμα με τρεις βαθμίδες. Κάθε βαθμίδα αποτελείται από 40 ισομεγέθεις πλάκες. Έχει διάμετρο 13,5 μ., ενώ ο σηκός έχει διάμετρο εσωτερικά 8,41 μ. Το εξωτερικό περιστύλιο είχε είκοσι ιδιαίτερα ψηλούς και λεπτούς δωρικούς κίονες, ύψους 5,93 μέτρων, επιστύλιο με τρίγλυφα και μετόπες, σίμη με φυτική διακόσμηση και υδροροές σε σχήμα λεοντοκεφαλής, μια επάνω από κάθε τρίγλυφο. Οι κίονες του περιστυλίου επιστέφονται από ζωφόρο με σαράντα ανάγλυφες μετόπες με παραστάσεις Αμαζονομαχίας και Κενταυρομαχίας. Τα ανάγλυφα είναι ιδιαίτερα έξεργα, θυμίζοντας περισσότερο ελεύθερα αγάλματα.
Η διάχυτη αίσθηση της κίνησης, η πλαστικότητα των μορφών και η έμφαση στη λεπτομέρεια, ιδιαίτερα των πτυχώσεων, φέρνει τα γλυπτά αυτά πιο κοντά στην αττική παράδοση. Οι μορφές των ακρωτηρίων, που εικονίζουν νίκες, θυμίζουν ιδιαίτερα αντίστοιχες μορφές από το Ασκληπιείο της Επιδαύρου.
Το πτερό ήταν ασυνήθιστα στενό, μάλλον για να τονίζεται η κυκλικότητα του κτιρίου. Η οροφή του διατασσόταν σε ρομβοειδή φατνώματα. Ο σηκός, επίσης κυκλικός, είχε είσοδο στη νότια πλευρά. Οι τοίχοι του, από πεντελικό μάρμαρο, διακοσμούνταν εξωτερικά με φυτικά μοτίβα στο κατώτερο τμήμα τους. Επιστεφόταν από δωρική ζωφόρο με τρίγλυφα και μετόπες, που πιθανόν διακοσμούνταν με παραστάσεις άθλων του Ηρακλή και του Θησέα.
Σύμφωνα με πρόσφατη αποκατάσταση, στο εσωτερικό του σηκού η κιονοστοιχία ήταν δίτονη, με κορινθιακούς ημικίονες στο κάτω τμήμα και ιωνικούς στο ανώτερο. Εσωτερικά, ο σηκός διέθετε έδρανο από μπλε μάρμαρο που έφερε κορινθιακούς ημικίονες, δέκα ή δεκατρείς τον αριθμό. Το δάπεδο ήταν από λευκό μάρμαρο στο κέντρο και σκούρο ελευσινιακό τιτανόλιθο προς την περιφέρεια. Η οροφή ήταν μαρμάρινη με τετράγωνα φατνώματα που προέκυπταν από τεμνόμενα τόξα, ενώ εξωτερικά ήταν ενδεχομένως οκταγωνική ή κωνική, διακοσμημένη με εννέα ή έξι ακρωτήρια σε μορφή γυναικών με έντονη, σχεδόν χορευτική κίνηση, και με πήλινη κεράμωση. Για τον τρόπο στέγασης έχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες, άλλες από τις οποίες προκρίνουν την κεράμωση και άλλες τις μαρμάρινες πλάκες ως κυρίαρχο υλικό.
Διάφοροι μελετητές συσχετίζουν το κτίριο με τη λατρεία της Αρτέμιδος. Άλλοι πάλι προτείνουν την ταύτιση με ναό αφιερωμένο από τους πολίτες των Θουρίων στον Βορέα (βόρειο άνεμο), ο οποίος διασκόρπισε τους εχθρούς τους, Συρακούσιους, σε μεταξύ τους ναυμαχία του 379 π.Χ. Νεώτερες θεωρίες ταυτίζουν τη Θόλο με οπλοθήκη (γνωστή από επιγραφές), όπου θα φυλάσσονταν πανοπλίες και άλλα αναθήματα στην Αθηνά, ή με χώρο όπου εκτελούνταν παιάνες.
Η Θόλος συνθέτει σχεδόν όλους τους ρυθμούς του κλασικού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ενώ έδινε αίσθηση πολυχρωμίας εξαιτίας του συνδυασμού των υλικών, κυρίως των φυσικών λίθων.
Το κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά τον 1ο αιώνα π.Χ. Αναστηλώθηκε εν μέρει το 1938.
Κείμενο: Αφροδίτη Καμάρα, Δρ. Αρχαίας Ιστορίας